κατεξετάζω

κατεξετάζω
κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεξετάσει — κατεξετάζω decide aor subj act 3rd sg (epic) κατεξετάζω decide fut ind mid 2nd sg κατεξετάζω decide fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετάζοντι — κατεξετάζω decide pres part act masc/neut dat sg κατεξετάζω decide pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξεταζέσθωσαν — κατεξετάζω decide pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξεταζέτω — κατεξετάζω decide pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετασθείς — κατεξετάζω decide aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετασθῆναι — κατεξετάζω decide aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετάζειν — κατεξετάζω decide pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετάζεσθαι — κατεξετάζω decide pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετάζοιεν — κατεξετάζω decide pres opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεξετάζομαι — κατεξετάζω decide pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”