- κατεξετάζω
- κατεξετάζω (AM)εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικάαρχ.1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω2. παθ. κατεξετάζομαια) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.